Η αμφιθυμία αποτελεί το σημαντικότερο ορόσημο της ψυχολογικής ανάπτυξης ενός ανθρώπου. Στην ψυχαναλυτική θεωρία, η διαχείριση της αμφιθυμίας αποτελεί συνώνυμο ψυχικής ωρίμανσης. Αμφιθυμία λοιπόν, είναι η ικανότητα να διατηρούμε αντίθετα συναισθήματα προς ένα πρόσωπο, μια κατάσταση. Στους πρώτους μήνες της ζωής λοιπόν – και αυτό το γνωρίζει εμπειρικά κάθε μητέρα και εμείς μέσα από παρατηρήσεις βρεφών – το βρέφος μπορεί να βιώσει αποκλειστικά δύο είδη συναισθηματικής εμπειρίας: πολύ ευχάριστα και πολύ δυσάρεστα συναισθήματα. Πάνω σε αυτά τα δύο είδη συναισθηματικής εμπειρίας δομείται ολόκληρη η ψυχική του ανάπτυξη. Όταν η μητέρα καλύπτει τις ανάγκες του γίνεται ιδανική. Όταν τις ματαιώνει γίνεται κακή. Σε αυτό το στάδιο το ψυχικό σύστημα του βρέφους είναι πολύ ανώριμο και δε μπορεί να συλλάβει ότι η μητέρα που ικανοποιεί και η μητέρα που ματαιώνει τις ανάγκες του είναι το ίδιο πρόσωπο και έτσι τη σχίζει σε καλή και κακή. Στην ψυχανάλυση αυτή η σχάση ορίζεται συμβολικά ως «καλός και κακός μαστός». Αργότερα, περίπου μετά τον έκτο μήνα, το βρέφος αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι η μητέρα που το φροντίζει και η μητέρα που το ματαιώνει είναι στην πραγματικότητα το ίδιο πρόσωπο. Στο στάδιο αυτό παθαίνει μιας μορφής κατάθλιψη γιατί πιστεύει ότι έβλαψε τη μητέρα και προσπαθεί να επανορθώσει (χαμογελάει πολύ στη μητέρα, παίζει μαζί της, της προσφέρει πράγματα κτλ). Η μητρική αμφιθυμία περιγράφει τα πολύ αντικρουόμενα συναισθήματα που μπορεί να νιώθει μια γυναίκα απέναντι στο παιδί της, τα οποία κυμαίνονται από αγάπη και στοργή έως απογοήτευση και θυμό. Συχνά, μια μητέρα μπορεί να βιώνει όλα αυτά τα συναισθήματα ταυτόχρονα. Η ανάγκη για παιδί, συχνά συγχέεται με την επιθυμία για παιδί. Διαμορφώνεται ως αίτημα , ενίοτε πιεστικό και επιθετικό. Είναι αυτό που ακούμε συχνά να εκφράζουν τα υπογόνιμα ζευγάρια όταν έρχονται να επισκεφτούν έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας, όχι για να φωτίσουν την αθέατη ασυνείδητη πλευρά που αντιστρατεύεται το διάβημα τους να αποκτήσουν παιδί, αλλά έρχονται να μας δουν, ως ακόμη ένα κρίκο στη μακρά αλυσίδα των εξετάσεων στις οποίες υποβάλλονται για να πετύχουν αυτό που θέλουν. Τι είναι όμως στ’ αλήθεια αυτό; Αυτό που στοιχειώνει τη ζωή τους, γύρω από το οποίο οργανώνουν τις ημέρες αλλά και τις νύχτες τους, τον προϋπολογισμό τους και που τους ακούμε, όσοι έχουμε εργαστεί με τέτοια ζευγάρια, να λένε: «Αν δεν έχεις παιδί, ή ζωή δεν αξίζει». Είναι σίγουρα, αυτό που ξεφεύγει και που το αναζητούν σε υπερεξελιγμένες τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, με πρωτόκολλα βαριά και δυσβάσταχτα που όπως γνωρίζουν πολύ καλά εξ’ αρχής, έχουν πολύ χαμηλά ποσοστά επιτυχίας ( max 30% ). Αυτή η ανάγκη για παιδί, εγκαθίσταται στο ζευγάρι, αφού έχει ήδη υποστεί πλήγμα η αυθόρμητη αναπαραγωγική του ικανότητα. – Η εγκυμοσύνη ως επιθυμία για την εγκυμοσύνη καθεαυτή: Με τον απόλυτο έλεγχο της αναπαραγωγής μέσω της αντισύλληψης , πολλές γυναίκες πλέον , επιθυμούν να μείνουν έγκυες ως επιβεβαίωση της μη στειρότητας , στην οποία ηθελημένα υποβάλλονται από την εφηβεία τους. Οι σύγχρονες γυναίκες δεν έλκονται αποκλειστικά και μόνο από τους «ιστορικούς» στόχους του να γεννάνε και να μεγαλώνουν πολλά παιδιά παραμένοντας πλήρως διαθέσιμες για την ικανοποίηση των αναγκών τους. Η προσωπική ολοκλήρωση των γυναικών σήμερα επιτυγχάνεται και μέσω της επιλογής ρόλων και λειτουργιών που άλλοτε απευθυνόντουσαν αποκλειστικά στους άνδρες. Έτσι η επιθυμία για παιδί μπορεί να βιωθεί από τη σύγχρονη γυναίκα ως μια έντονη ψυχική σύγκρουση μεταξύ αφ’ ενός των νέων μοντέλων ταύτισης της και αφ’ ετέρου της ταύτισης με τους παραδοσιακούς ρόλους της δικής της μητέρας. ....