ΚΡΙΤΙΚΗ: η διατύπωση κρίσεων, η υποκειμενική άποψη ενός ατόμου για οποιοδήποτε θέμα, συνήθως ανάλογα με την προσωπική εμπειρία του.Η διατύπωση αρνητικών κρίσεων
ΚΑΤΑΚΡΙΝΩ: κρίνω αρνητικά κπ., τη συμπεριφορά του ή τις πράξεις του, τον κατηγορώ για κτ. που είπε ή που έκανε
ΕΧΘΡΑ: εχθρότητα, μίσος.Τα πολύ έντονα αρνητικά συναισθήματα (μίσος, αποστροφή κτλ.) που τρέφει κάποιος για τον εχθρό του.πολύ μεγάλη αντιπάθεια, έντονη άρνηση για κτ.
ΚΑΒΓΑΔΙΖΩ: τσακώνομαι, φιλονικώ με κπ., κάνω καβγά.καβγάς ο [kavγás] Ο1 : διαφωνία που δημιουργεί μεγάλη ένταση και που εκδηλώνεται με φωνές και με ανταλλαγή εκφράσεων συχνά υβριστικών.
ΕΙΡΩΝΕΙΑ: περιφρονητικός ή υποτιμητικός αστεϊσμός, εμπαιγμός, χλευασμός ή σαρκασμός σε βάρος άλλου τον οποίο εκφράζει κάποιος με τη διατύπωση μιας γνώμης ή με την έκφραση ενός συναισθήματος διαφορετικών ή αντίθετων από αυτό που νομίζει ή αισθάνεται. (γραμμ). σχήμα λόγου κατά το οποίο ένας ομιλητής χρησιμοποιεί λέξεις ή φράσεις με περιεχόμενο εντελώς αντίθετο από αυτό που εννοεί, για να χλευάσει ή να περιπαίξει, να ψέξει, να εκφράσει έντονη αγανάκτηση κτλ. λόγ. < αρχ. εἰρωνεία `προσποίηση, προσποιητή μετριοφροσύνη΄ με εξέλ. της σημ. κατά την πλατωνική φιλοσοφία & και κατά τη σημ. του γαλλ. ironie & αγγλ. irony < λατ. ironia < αρχ. εἰρωνεία]
ΝΤΡΟΠΑΛΟΣ -Η -Ο : που αισθάνεται εύκολα ντροπή, που δεν έχει θάρρος μπροστά στον κόσμο· συνεσταλμένος
ΝΤΡΟΠΗ: το δυσάρεστο συναίσθημα που μας δημιουργεί η επίγνωση της ενοχής μας η οποία μας εκθέτει και μας μειώνει στη συνείδηση των άλλων ανθρώπων. Το δυσάρεστο συναίσθημα που έχουμε μπροστά σε άλλους, όταν φοβόμαστε ότι θα μας σχολιάσουν αρνητικά, θα μας κοροϊδέψουν, θα μας ειρωνευτούν κτλ. ἐντροπή, αρχ. Σημ. «σεβασμός».
ΕΝΟΧΟΣ –Η –Ο: αυτός που έχει κάνει πράξη η οποία δικαστικώς αποδοκιμάζεται και τιμωρείται. αυτός που ευθύνεται για πράξη με ανεπιθύμητο αποτέλεσμα ή ηθικά μεμπτή, επικριτέα, για την οποία εκδίδεται αποδοκιμαστική ή καταδικαστική δικαστική κρίση. Αυτός που ευθύνεται για πράξη με ανεπιθύμητο αποτέλεσμα ή ηθικά μεμπτή, επικριτέα, για την οποία εκδίδεται αποδοκιμαστική ή καταδικαστική δικαστική κρίση.
ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ: η δυνατότητα να καταλάβει κάποιος πολύ καλά. λόγ.: α: ελνστ. κατανόη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `παρατήρηση΄· β, γ: σημδ. γαλλ. compréhension, entendement & αγγλ. Understanding.
ΥΠΟΜΟΝΕΤΙΚΟ: που έχει την ιδιότητα να υπομένει. αντιμετωπίζει με καρτερικότητα μια δύσκολη ή δυσάρεστη κατάσταση.
ΕΠΑΙΝΟΣ: έκφραση επιδοκιμασίας για κπ. ή για κτ. συνήθ. με στόχο την ηθική του ικανοποίηση. Επίσημο έγγραφο με το οποίο επιβραβεύεται μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, επίδοση κτλ.
ΕΚΤΙΜΩ: υπολογίζω την αξία, την ποιότητα, το μέγεθος, τη σημασία κτλ. πραγμάτων, ενεργειών, καταστάσεων. έχω καλή γνώμη για κτ. ή για κπ., υπολήπτομαι.
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ: η τήρηση των αρχών του δικαίου από τα μέλη μιας κοινωνίας, που εκφράζεται με την ίση και ορθή εφαρμογή των γραπτών νόμων και με το σεβασμό των άγραφων νόμων. γαλλ. Justice.
Ο Αριστοτέλης διακρίνει τρία είδη δικαιοσύνης:
· Την διανεμητική που απονέμεται με βάση την αξία του ανθρώπου. Για τους δημοκρατικούς όμως αξία αποτελεί η ελευθερία, για τους ολιγαρχικούς ο πλούτος ή η καταγωγή και για τους αριστοκρατικούς η αρετή. Το διανεμητικό δίκαιο δεν περιορίζεται στην αναγνώριση των δικαιωμάτων τους ενός ή του άλλου, όπως κάνει η ιδιωτική ηθική και η καντιανή δικαιοσύνη, αλλά συνιστά εφαρμογή, πραγματοποιήσιμη της δικαιοσύνης. Προϋποθέτει επομένως την ύπαρξη δημοσίων αρχών που πρέπει να κυριαρχούνται από την ιδέα της δικαιοσύνης και τη θέληση να την κάνουν να επικρατήσει σε κάθε περίπτωση.
· Την διορθωτική που απονέμεται με βάση την αρχή όλα τα άτομα είναι ίσα μεταξύ τους. Η άνιση μεταχείριση όμως των ίσων είναι εξίσου άδικη της ίσης μεταχείρισης των ανίσων.
· H επιείκεια ως μέρος της πρωτογενούς πραγμάτωσης της δικαιοσύνης καλύπτει το κενό και την έλλειψη που εμφανίζει ο νόμος που δεν διακρίνεται για την πληρότητα και την ακρίβεια που παρατηρείται στο χώρο των θετικών επιστημών.
· Της αμοιβαιότητας που οφείλεται στην ελεύθερη βούληση των μελών της κοινωνίας και είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί συντελεί στην ενότητά της.
ΑΣΦΑΛΕΙΑ: κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την απουσία κινδύνου· η αίσθηση που έχει κάποιος ότι είναι προφυλαγμένος από κάθε κίνδυνο· σιγουριά. γαλλ. sécurité, sûreté· ΙΙ: σημδ. αγγλ. insurance & γαλλ. Assurance.
ΠΙΣΤΕΥΩ: έχω πεποίθηση, είμαι βέβαιος, σίγουρος για κτ. έχω εμπιστοσύνη σε κπ. ή σε κτ. δίνω πίστη σε κπ. ή σε κτ., δέχομαι την ύπαρξη, την αλήθεια, την ορθότητά του. δέχομαι κτ. ως πραγματικό, ως αληθινό. κρίνω, νομίζω, θεωρώ. Believe.
ΕΠΙΔΟΚΙΜΑΣΙΑ: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιδοκιμάζω: εκφράζω τη συμφωνία μου με κτ. που το θεωρώ σωστό. approve , γαλλ. Approuver.
ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ: H εκτίμηση, η αγάπη και η αποδοχή του εαυτού μας. Είναι αυτό που μας δίνει την ώθηση να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες της ζωής. Το αίσθημα της αυτοεκτίμησης είναι αποτέλεσμα εσωτερικής διεργασίας στον κάθε άνθρωπο.
ΠΑΡΑΔΟΧΗ: η αναγνώριση κάποιου πράγματος (γεγονότος, άποψης κτλ.) ως αληθινού ή σωστού, η έγκριση, η συμφωνία προς αυτό.
ΦΙΛΙΑ: η στενή κοινωνική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα άτομα και που βασίζεται στην αμοιβαία αγά πη, συμπάθεια και εκτίμηση.
ΑΓΑΠΗ: ψυχική διάθεση που κυριαρχείται από αισθήματα φιλίας, στοργής, συμπάθειας, τρυφερότητας, αφοσίωσης. ερωτικό συναίσθημα· έρωτας. αγάπη προς το Θεό και το συνάνθρωπο. μεγάλο και έντονο ενδιαφέρον για κτ. που μας προκαλεί ευχαρίστηση· πάθος*
Με τη βοήθεια του: http://www.greek-language.gr